- πολυμνήστωρ
- πολυ-μνήστωρ, ορος, ὁ, ἡ,A = πολυμνήμων, A.Supp.535 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυμνήστωρ — και δωρ. τ. πολυμνάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α πολυμνήμων* («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνήστωρ «αυτός που σκέφτεται κάτι»] … Dictionary of Greek
Polymnestor — POLYMNESTOR, ŏris, Gr. Πολυμνήστωρ, ορος, oder, wie ihn andere nennen … Gründliches mythologisches Lexikon